- ακροπενθής
- ἀκροπενθὴς (-οῡς), -ές (Α)αυτός που έχει βαρύ πένθος, ο βαθιά θλιμμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙΙ) + -πενθὴς < πένθος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκροπενθής — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροπενθεῖς — ἀκροπενθής masc/fem acc pl ἀκροπενθής masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρο- — (I) Γλωσσ. α συνθετικό πλήθους συνθέτων τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας, προερχόμενο από το επίθ. ἄκρος* ή τους ουσιαστικοποιημένους τύπους τού επιθέτου ἄκρα, η και ἄκρον, το. Τα σύνθετα τής κατηγορίας αυτής (ακρο Ι) σημαίνουν γενικά «τον… … Dictionary of Greek